- ἐπιποθία
- желание, томление.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐπιποθία — ἐπιποθίᾱ , ἐπιπόθησις longing after fem nom/voc/acc dual ἐπιποθίᾱ , ἐπιπόθησις longing after fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιποθία — ἐπιποθία, ἡ (Α) [επιποθώ] επιθυμία, λαχτάρα («ἐπιποθίαν δὲ ἔχων τοῡ ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) … Dictionary of Greek
ἐπιποθίαν — ἐπιποθίᾱν , ἐπιπόθησις longing after fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՁՈՒԿ — (ձկի, կամ կոյ, կաց.) NBH 1 0196 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. ԱՆՁՈՒԿ գրի եւ ԱՆԾՈՒԿ. στενός angustus Ոյր անցքն կամ միջոցն եւ դիրքն է փոքրիկ. նեղ. անմասն ʼի լայնութենէ կամ յընդարձակութենէ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)